- άπτυχοι
- Όρος που χρησιμοποιείται για τα ασβεστολιθικά ή κερατοασβεστολιθικά εξαρτήματα σε σχήμα θυρίδων, που συνυπάρχουν με τους αμμωνίτες μέσα σε μεσοζωικά ιζήματα, αλλά και μεμονωμένοι. Οι θυρίδες, λείες ή με ποικίλματα, πρέπει να είχαν έναν ελαστικό σύνδεσμο για το άνοιγμά τους. Με τους όρους ανάπτυχος και ά. δείχνουν ότι το κοίλωμα που σχηματίζεται σκεπάζεται αντίστοιχα από ένα ή δύο τέτοια καλύμματα. Σύμφωνα με την άποψη ορισμένων επιστημόνων, οι οποίοι στηρίζονται στη συνύπαρξη των α. με τους αμμωνίτες, οι ά. πρέπει να εξηγηθούν ως πτώματα (αντίστοιχα με το aperculum των γαστεροπόδων) του στοματικού ανοίγματος των αμμωνιτών. Κατ’ άλλους πρόκειται για κελύφη καρκινοειδών. Πάντως, έχουν αξιόλογη στρωματογραφική σημασία, γιατί τα συναντάμε κυρίως σε ιουρασικά και κρητιδικά στρώματα.
Dictionary of Greek. 2013.